- οβιδοβόλο
- τοπυροβόλο όπλο με κοντή κάννη, που ρίχνει οβίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οβιδοβόλο — το στρ. τύπος πυροβόλου μέσου βεληνεκούς, με καμπύλη τροχιά και σχετικά βραχεία κάννη σε σχέση με τα ποροβόλα τού ίδιου διαμετρήματος, κατάλληλο για προσβολή στόχων σε ορεινές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. obusier (βλ. λ. οβίδα) < οβίδα … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek